- ἐλαιοβραχής
- ἐλαιοβραχήςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐλαιοβραχῆ — ἐλαιοβραχής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλαιοβραχής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐλαιοβραχής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχεῖ — ἐλαιοβραχής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλαιοβραχής masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχεῖς — ἐλαιοβραχής masc/fem acc pl ἐλαιοβραχής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχές — ἐλαιοβραχής masc/fem voc sg ἐλαιοβραχής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχοῦς — ἐλαιοβραχής masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχέσι — ἐλαιοβραχής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοβραχέσιν — ἐλαιοβραχής masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαιοβρεχής — ές και ελαιοβραχής, ές και ελαιόβροχος, η, ο (AM ἐλαιοβρεχής, ές και ἐλαιοβραχής, ές και ἐλαιόβροχος, ον) ο βρεγμένος, διάβροχος με λάδι, ο μουσκεμένος στο λάδι … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek